-
1 υπνωτικό(ν)
το снотворное -
2 υπνωτικό(ν)
το снотворное -
3 снотворное
-
4 снотворный
επ.υπνωτικός, ναρκωτικός•-ое средство υπνωτικό φάρμακο.
|| ως ουσ. ουδ. -ое υπνωτικό φάρμακο. -
5 снотворный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > снотворный
-
6 средство
1. (вещество, химикат и т.п.) το υλικόохлаждающее - ψυκτικό -, ο ψυκτικός αγώνпенообразующее - το αφριστικό αντιδραστήριο, αφρίζον -2. (устройство, приспособление) το μέσ/οаппаратные - а вчт. (μηχανολογικά) - α του υπολογιστήпрограммные - а (математическое обеспечение) вчт. το λογισμικό, τα προγράμματαсигнальные - а τα μέσα/ο εξοπλισμός σηματοδότησηςтранспортное - συγκοινω-νίας/μεταφοράς, μεταφορικό -3. (фарм., мед.) το φάρμακο, η ουσίαболеутоляющее - αναλγητικό -, το παυσίπονοобезболивающее - αναλγητικό -, αναισθητικό -слабительное - (фарм.мед.) καθαρτικό -, υπακτικό -4. (приём, способ действия) το μέσ/ο, το μέτροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > средство
-
7 снотворный
снотворн||ыйприл1. ὑπνωτικός, ναρκωτικός:\снотворныйое средство τό ὑπνωτικό[ν]·2. перен (скучный) πληκτικός, ἀνιαρός. -
8 sleeping-pill / sleeping-tablet
nouns (a kind of pill that can be taken to make one sleep: She tried to commit suicide by swallowing an overdose of sleeping-pills.) υπνωτικό(χάπι) -
9 люминал
-а α.λουμινάλ, υπνωτικό φάρμακο.
См. также в других словарях:
λουμινάλ — Ονομασία βαρβιτουρικού. Ανήκει στην κατηγορία των φαρμάκων, που προκαλούν γενική καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Έχει μορφή λευκής κρυσταλλικής σκόνης και είναι σχεδόν αδιάλυτο στο νερό. Στη θεραπευτική χρησιμοποιείται το νάτριο άλας … Dictionary of Greek
υπνωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ύπνο. 2. το ουδ. ως ουσ., υπνωτικό φάρμακο που προκαλεί ύπνο: Είχε αϋπνίες και πήρε υπνωτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμυλένιο — Ακόρεστος υδρογονάνθρακας, του τύπου C5H1O που ανήκει στη σειρά των αλκενίων. Παρασκευάζεται με αφυδάτωση της αμυλικής αλκοόλης με θειικό οξύ ή με χλωριούχο ψευδάργυρο. Είναι σώμα υγρό, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και στην αλκοόλη,… … Dictionary of Greek
θριδακίνη — η (Α θριδακίνη) [θρίδαξ] νεοελλ. (φαρμ.) φάρμακο καταπραϋντικό και υπνωτικό που λαμβάνεται με εκχύλιση μαρουλιού σε θερμό νερό αρχ. 1. το μαρούλι 2. είδος ζυμαρικών … Dictionary of Greek
θύαρος — θύαρος, ὁ (Α) αίρα η μεθυστική, ζιζάνιο τών σιτηρών με υπνωτικό δηλητηριώδη καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (ΙΙ) «μαίνομαι» + κατάλ. αρός, κατά τα κίσθ αρος, κόμ αρος] … Dictionary of Greek
κακ(κ)αλία — κακ(κ)αλία, ἡ (Α) 1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό 2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς] … Dictionary of Greek
καρώδης — καρώδης, ες (Α) 1. βυθισμένος σε (απο)κάρωση, ναρκωμένος, αποκαρωμένος, νυσταλέος, βαρύς 2. αυτός που προκαλεί κάρωση, ληθαργικός, ναρκωτικός, αποχαυνωτικός, κωματώδης 3. αυτός που υπόκειται σε κάρωση 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρῶδες α) η κάρωση β)… … Dictionary of Greek
παραλδεΰδη — η χημ. κυκλική οργανική ένωση, προϊόν τριμερισμού τής ακεταλδεΰδης, άχρωμο υγρό με δυσάρεστη γεύση και δριμεία οσμή που χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση ως πηγή ακεταλδεΰδης καθώς και στην ιατρική ως ηρεμιστικό υπνωτικό φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πεντοβαρβιτάλη — η (φαρμ.) βαρβιτουρικό κατευναστικό και υπνωτικό, χρησιμοποιούμενο στην προεγχειρητική αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pentobarbital < pento (< πέντε) + barbital «βαρβιτάλη»] … Dictionary of Greek
σουλφονάλη — η, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία τής οργανικής ένωσης διαιθυλο σουλφονο διμεθυλο μεθάνιο, που χρησιμοποιείται ως υπνωτικό, αλλ. σουλφοναλόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμπορ. ονομασία sulfonal] … Dictionary of Greek
υπνάλη — η, Ν (φαρμ.) (παλ. όρος) υπνωτικό και αντινευραλγικό σκεύασμα από χλωράλη και αντιπυρίνη … Dictionary of Greek