Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το υπνωτικό

См. также в других словарях:

  • λουμινάλ — Ονομασία βαρβιτουρικού. Ανήκει στην κατηγορία των φαρμάκων, που προκαλούν γενική καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Έχει μορφή λευκής κρυσταλλικής σκόνης και είναι σχεδόν αδιάλυτο στο νερό. Στη θεραπευτική χρησιμοποιείται το νάτριο άλας …   Dictionary of Greek

  • υπνωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ύπνο. 2. το ουδ. ως ουσ., υπνωτικό φάρμακο που προκαλεί ύπνο: Είχε αϋπνίες και πήρε υπνωτικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμυλένιο — Ακόρεστος υδρογονάνθρακας, του τύπου C5H1O που ανήκει στη σειρά των αλκενίων. Παρασκευάζεται με αφυδάτωση της αμυλικής αλκοόλης με θειικό οξύ ή με χλωριούχο ψευδάργυρο. Είναι σώμα υγρό, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και στην αλκοόλη,… …   Dictionary of Greek

  • θριδακίνη — η (Α θριδακίνη) [θρίδαξ] νεοελλ. (φαρμ.) φάρμακο καταπραϋντικό και υπνωτικό που λαμβάνεται με εκχύλιση μαρουλιού σε θερμό νερό αρχ. 1. το μαρούλι 2. είδος ζυμαρικών …   Dictionary of Greek

  • θύαρος — θύαρος, ὁ (Α) αίρα η μεθυστική, ζιζάνιο τών σιτηρών με υπνωτικό δηλητηριώδη καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω (ΙΙ) «μαίνομαι» + κατάλ. αρός, κατά τα κίσθ αρος, κόμ αρος] …   Dictionary of Greek

  • κακ(κ)αλία — κακ(κ)αλία, ἡ (Α) 1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό 2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς] …   Dictionary of Greek

  • καρώδης — καρώδης, ες (Α) 1. βυθισμένος σε (απο)κάρωση, ναρκωμένος, αποκαρωμένος, νυσταλέος, βαρύς 2. αυτός που προκαλεί κάρωση, ληθαργικός, ναρκωτικός, αποχαυνωτικός, κωματώδης 3. αυτός που υπόκειται σε κάρωση 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρῶδες α) η κάρωση β)… …   Dictionary of Greek

  • παραλδεΰδη — η χημ. κυκλική οργανική ένωση, προϊόν τριμερισμού τής ακεταλδεΰδης, άχρωμο υγρό με δυσάρεστη γεύση και δριμεία οσμή που χρησιμοποιείται στην οργανική σύνθεση ως πηγή ακεταλδεΰδης καθώς και στην ιατρική ως ηρεμιστικό υπνωτικό φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πεντοβαρβιτάλη — η (φαρμ.) βαρβιτουρικό κατευναστικό και υπνωτικό, χρησιμοποιούμενο στην προεγχειρητική αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pentobarbital < pento (< πέντε) + barbital «βαρβιτάλη»] …   Dictionary of Greek

  • σουλφονάλη — η, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία τής οργανικής ένωσης διαιθυλο σουλφονο διμεθυλο μεθάνιο, που χρησιμοποιείται ως υπνωτικό, αλλ. σουλφοναλόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμπορ. ονομασία sulfonal] …   Dictionary of Greek

  • υπνάλη — η, Ν (φαρμ.) (παλ. όρος) υπνωτικό και αντινευραλγικό σκεύασμα από χλωράλη και αντιπυρίνη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»